-
1 συν-εκ-τρέχω
συν-εκ-τρέχω (s. τρέχω), mit od. zugleich hinauslaufen, bes. um einen Ausfall und Angriff zu machen; Xen. Ages. 2, 11 Hell. 4, 3, 17 u. Sp., wie Hdn. 4, 4; – auslaufen, ablaufen, bes. glücken, imperson., ὧν οὐδὲν αὐτῷ συνεξέδραμε, Pol. 12, 13, 5, vgl. 5, 33, 7, erklärt durch τῆς τύχης αὐτῷ συνεκδραμούσης 10, 40, 6; – auf Eins hinauslaufen, an Größe, Menge u. s. w. gleichkommen, Schäf. D. Hal. C. V. p. 425.
См. также в других словарях:
συνεκτρέχω — Α 1. εξέρχομαι, εξορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. (για φυτό) βλαστάνω συγχρόνως 3. συμπράττω («ἰδών ποτ αἰσχρὸν πρᾱγμα μὴ συνεκδράμῃς», Μέν.) 4. αστρολ. βρίσκομαι σε συζυγία 5. συμπίπτω, συμφωνώ («τῇ ἀκολουθίᾳ πως τοῡ λόγου συνεξέδραμεν», Γαλ … Dictionary of Greek